- συλλογίζομαι
- ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος]1. λαμβάνω υπ' όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)2. συμπεραίνω με συλλογισμό, συμπεραίνω λογικάνεοελλ.1. σκέπτομαι, διανοούμαι2. (η μτχ. παρακμ.) συλλογισμένος, -η, -οβυθισμένος στις σκέψεις, σκεπτικόςνεοελλ.-μσν.φέρνω στη μνήμη μου, σκέπτομαι, αναπολώ (α. «τώρα δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου λέγω», Πρόδρ.)αρχ.1. συλλαμβάνω με τον νου μου και συνεξετάζω, συνυπολογίζω («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», Ηρόδ.)2. ανακεφαλαιώνω («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον», Αριστοτ.)3. αποφασίζω («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», Πολ.)4. ενεργ. συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ τέχνη τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ συλλελογισμένααυτά τα οποία συμπεραίνει κάποιος με λογικό τρόπο, σε αντιδιαστολή προς τα ασυλλόγιστα6. φρ. «οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο λόγος δεν είναι συλλογιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.